Ναρκισσισμός


Μια Ψυχαναλυτική Προσέγγιση

Ο ναρκισσισμός είναι μια έννοια που συχνά συγχέεται με την αλαζονεία, την υπερβολική αυτοπεποίθηση ή την εγωπάθεια. Στην πραγματικότητα, όμως, από ψυχαναλυτική σκοπιά, πρόκειται για έναν πολύπλοκο ψυχικό μηχανισμό που αφορά τον τρόπο με τον οποίο το άτομο σχετίζεται με τον εαυτό του και τους άλλους. Δεν είναι απλώς αγάπη προς το εγώ, αλλά ένα συνεχές μεταξύ υγιούς αυτοεκτίμησης και παθολογικής αυτοεμμονής.

Ο όρος «ναρκισσισμός» προέρχεται από τον ελληνικό μύθο του Νάρκισσου, ενός νέου που ερωτεύτηκε το είδωλό του στο νερό και τελικά μαράθηκε από αυτή την ανεκπλήρωτη αγάπη. Στην ψυχανάλυση, ο Φρόιντ εισήγαγε την έννοια του πρωτογενούς και του δευτερογενούς ναρκισσισμού. Ο πρωτογενής ναρκισσισμός εμφανίζεται στην πρώιμη παιδική ηλικία, όταν το βρέφος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως το κέντρο του κόσμου. Αυτό είναι ένα φυσιολογικό στάδιο ανάπτυξης. Ο δευτερογενής ναρκισσισμός, όμως, εμφανίζεται όταν ένα άτομο, εξαιτίας συναισθηματικών ελλείψεων, επιστρέφει στην κατάσταση του πρωτογενούς ναρκισσισμού, αποσύροντας την αγάπη του από τους άλλους και στρέφοντάς την στον εαυτό του.

Ο ναρκισσισμός μπορεί να είναι υγιής ή παθολογικός. Σε φυσιολογικά επίπεδα, βοηθά στη διαμόρφωση μιας σταθερής αυτοεκτίμησης και της ικανότητας να αγαπάμε τον εαυτό μας. Όμως, όταν γίνεται αμυντικός μηχανισμός για την απόκρυψη βαθύτερων ανασφαλειών, μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές της προσωπικότητας και δυσλειτουργικές σχέσεις. Ο παθολογικός ναρκισσισμός χαρακτηρίζεται από την ανάγκη του ατόμου για διαρκή θαυμασμό, την έλλειψη ενσυναίσθησης και τη δυσκολία του να αποδεχτεί την κριτική. Πίσω από την επιφανειακή αυτοπεποίθηση, συχνά κρύβεται ένα εύθραυστο εγώ που δεν αντέχει την απόρριψη.

Ο ψυχαναλυτής Χάιντ Κοχούτ υποστήριξε ότι ο ναρκισσισμός συνδέεται με την ανάγκη του ατόμου να αντικατοπτρίζεται στους άλλους. Ένα παιδί που δεν λαμβάνει την απαραίτητη αναγνώριση και συναισθηματική υποστήριξη από τους γονείς του μπορεί να αναπτύξει ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά ως τρόπο άμυνας απέναντι στο αίσθημα ανεπάρκειας. Ο Κέρνμπεργκ, από την άλλη, ανέλυσε τον ναρκισσιστικό χαρακτήρα ως έναν μηχανισμό που προκύπτει από συναισθηματικά τραύματα, όπου το άτομο δημιουργεί μια εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού του για να καλύψει τη βαθιά του ανασφάλεια.

Ένα άτομο με ναρκισσιστικά στοιχεία μπορεί να είναι γοητευτικό και ελκυστικό στις κοινωνικές του σχέσεις, αλλά ταυτόχρονα ασταθές και απαιτητικό. Η αδυναμία του να συνδεθεί συναισθηματικά με τους άλλους και η τάση του να χειραγωγεί ή να υποτιμά μπορεί να καταστήσουν δύσκολη την αληθινή συνύπαρξη μαζί του. Συχνά, οι σχέσεις του χαρακτηρίζονται από έναν κύκλο εξιδανίκευσης και απόρριψης: αρχικά ανεβάζει τους άλλους σε ένα βάθρο, αλλά μόλις αισθανθεί ότι απειλείται, τους απορρίπτει ή τους μειώνει.

Η θεραπεία του ναρκισσισμού δεν είναι εύκολη, καθώς το άτομο σπάνια αναγνωρίζει το πρόβλημά του. Ο ναρκισσιστής δυσκολεύεται να παραδεχτεί την ευαλωτότητά του και συχνά αποφεύγει τη βαθύτερη ενδοσκόπηση. Ωστόσο, μέσα από την ψυχοθεραπεία, μπορεί να αρχίσει να βλέπει τις αμυντικές του δομές και να αναπτύξει πιο αυθεντικές και ουσιαστικές σχέσεις.

Στην ουσία, ο ναρκισσισμός δεν αφορά μόνο την αυτολατρία αλλά και τον φόβο της απόρριψης. Η υπερβολική ενασχόληση με τον εαυτό είναι συχνά ένα σημάδι εσωτερικού κενού. Η πρόκληση για κάθε άνθρωπο είναι να ισορροπήσει μεταξύ μιας υγιούς αυτοεκτίμησης και της ικανότητας να σχετίζεται ουσιαστικά με τους άλλους. Ο στόχος δεν είναι η απόλυτη αυτοπεποίθηση, αλλά η αποδοχή της ατέλειας και η σύνδεση με τους ανθρώπους με αυθεντικότητα και ενσυναίσθηση.