Α.Π.Π. - Ο εθνικός διχασμός από ψυχαναλυτική οπτική

Η Ρωγμή της Συνείδησης
Η περίοδος του Εθνικού Διχασμού δεν μπορεί να ερμηνευτεί πλήρως χωρίς να αναζητηθεί η εσωτερική της δομή. Δεν πρόκειται μόνο για πολιτική αντιπαλότητα, αλλά για συμπύκνωση ενός αρχέγονου ψυχικού ρήγματος, το οποίο μοιάζει να επανέρχεται στην ελληνική ιστορική διαδρομή με σχεδόν τελετουργική επαναληπτικότητα. Από τον Τρωικό και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο έως τις εμφύλιες συγκρούσεις του 20ού αιώνα, τον δικομματισμό Πασόκ – Νέας Δημοκρατίας το δημοψήφισμα του 2015 και το εμβόλιο - αντιεμβόλιο, η ιστορία του τόπου φαίνεται να ελκύεται από την ιδέα της διάσπασης, σαν να αναζητά στην εσωτερική της πολικότητα τον καθρέφτη της ταυτότητάς της.
Βαθύτερα, ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή εμείς οι Έλληνες, ως κοινωνία, δεν έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε πραγματικά στο ποιοι είμαστε και τι θέλουμε συλλογικά. Υπάρχει μέσα μας μια εσωτερική σύγκρουση: από τη μία, επιθυμούμε ενότητα, σταθερότητα, μια κοινή πορεία, από την άλλη, υπάρχει πάντα μια δυσπιστία, μια καχυποψία απέναντι στον "άλλον", σε όποιον σκέφτεται ή ζει διαφορετικά. Αυτή η δυσκολία στο να αντέξουμε τη διαφορετικότητα ή την αβεβαιότητα μάς οδηγεί συχνά στο να χωριζόμαστε σε στρατόπεδα, σε "εμείς και οι άλλοι".
Όταν δεν μπορούμε να καταλάβουμε ή να συμφιλιώσουμε τις εσωτερικές μας διαφορές, προτιμάμε να τις βγάλουμε έξω, να τις κάνουμε πολιτικές, κοινωνικές ή ιδεολογικές μάχες. Δημιουργούμε αντίπαλους για να εξηγήσουμε τη δυσφορία που νιώθουμε μέσα μας, σαν να λέμε "φταίνε αυτοί" για να μη χρειαστεί να κοιτάξουμε προς τα μέσα. Έτσι, σε κάθε ιστορική κρίση είτε είναι πόλεμος, είτε εκλογές, είτε οικονομική κατάρρευση επανέρχεται αυτή η τάση να διχαζόμαστε. Είναι σαν ένας παλιός μηχανισμός που ενεργοποιείται κάθε φορά που νιώθουμε ότι απειλείται η συνοχή μας ή ότι δεν ξέρουμε ποιο δρόμο να πάρουμε.
Με έναν τρόπο, ο διχασμός γίνεται η εύκολη λύση όταν δεν μπορούμε να αντέξουμε την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Καλύτερα "μαύρο ή άσπρο", παρά να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τις αποχρώσεις. Γι' αυτό και επανέρχεται συνέχεια στην ιστορία μας, σχεδόν σαν μια συνήθεια: από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Δεν είναι απλώς πολιτική διαφωνία, είναι ένας τρόπος να διαχειριζόμαστε τον φόβο, την αβεβαιότητα και την ανάγκη μας για ταυτότητα.
Τα πρόσωπα ως φορείς εσωτερικών δυνάμεων
Κωνσταντίνος Α'
Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν απλώς ένας βασιλιάς που πήρε μια πολιτική απόφαση. Αντιπροσώπευε κάτι πιο βαθύ: μια ανάγκη για σταθερότητα, προβλεψιμότητα και έλεγχο, σε μια εποχή που όλα έμοιαζαν να αλλάζουν ραγδαία. Αυτή η ανάγκη δεν είναι μοναδική στον ίδιο, είναι κάτι που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, ειδικά όταν βρίσκεται μέσα σε περιόδους κρίσης και αβεβαιότητας. Όταν ο κόσμος γύρω μας μοιάζει να χάνει το νόημα και τις σταθερές του, πολύ φυσικά ψάχνουμε κάτι να κρατηθούμε, κάτι που να μας κάνει να νιώσουμε ότι υπάρχει μια τάξη, ένας κανόνας, ένα "σύστημα" που λειτουργεί. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου, αυτό το στήριγμα ήταν η Γερμανία, όχι μόνο ως σύμμαχος, αλλά και ως πρότυπο ενός αυστηρού, πειθαρχημένου και οργανωμένου κράτους.
Πιο βαθιά, μπορούμε να πούμε πως αυτό που έψαχνε δεν ήταν απλώς μια γεωπολιτική συμμαχία, αλλά μια ταύτιση με μια πατρική φιγούρα, με μια μορφή εξουσίας που να εμπνέει ασφάλεια, να βάζει όρια και να "ξέρει τι κάνει". Στη ζωή μας, από μικροί, έχουμε αυτή τη φυσική ανάγκη να νιώθουμε ότι κάποιος πιο ισχυρός είναι εκεί για να μας καθοδηγεί και να μας προστατεύει, είτε αυτός είναι ο πατέρας, είτε ο δάσκαλος, είτε ένας αρχηγός. Όταν αυτή η φιγούρα λειτουργεί σωστά, νιώθουμε σιγουριά, πατάμε πιο γερά, ξέρουμε ποια κατεύθυνση να πάρουμε. Όταν όμως δεν υπάρχει ή δεν είναι ξεκάθαρη, τότε αισθανόμαστε χαμένοι και πολλές φορές αναζητούμε με αγωνία κάποιον να πάρει αυτό τον ρόλο.
Ο Κωνσταντίνος, σε μια Ελλάδα που έμοιαζε να παραπαίει, θέλησε να κρατήσει τον ρόλο του "πατέρα" που προστατεύει, αλλά και ταυτόχρονα να ταυτιστεί ο ίδιος με μια πιο ισχυρή "πατρική" εξουσία, αυτή της γερμανικής μοναρχίας. Η ανάγκη του για έλεγχο, λοιπόν, δεν ήταν σημάδι απλώς αυταρχισμού, ήταν και σημάδι βαθιάς ανασφάλειας απέναντι στο χάος που γεννούσε η αλλαγή. Και εδώ είναι σημαντικό να πούμε κάτι πιο γενικό: η αλλαγή, όσο αναγκαία κι αν είναι, πολλές φορές τρομάζει τον άνθρωπο. Μας βγάζει από τις συνήθειες και τις σταθερές μας, μας κάνει να νιώθουμε ότι χάνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Δεν ξέρουμε τι θα φέρει το αύριο, φοβόμαστε μην κάνουμε λάθος, μην εκτεθούμε, μην πονέσουμε. Για αυτό συχνά προτιμάμε το "γνωστό κακό" από το "άγνωστο καλό". Η αβεβαιότητα μάς κάνει να κρατιόμαστε σφιχτά από ό,τι μοιάζει σταθερό, ακόμα κι αν δεν μας ικανοποιεί πλήρως.
Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, δεν εξέφρασε απλώς μια πολιτική στρατηγική, αλλά έδωσε σχήμα σε αυτό τον φόβο της αλλαγής, που πολλοί ένιωθαν τότε και πολλοί συνεχίζουν να νιώθουν και σήμερα. Ήθελε μια κοινωνία με τάξη, με σαφή ρόλους, χωρίς εκπλήξεις. Και αυτή η ψυχική ανάγκη συναντήθηκε με την ανάγκη πολλών ανθρώπων εκείνη την εποχή, που φοβούνταν την αστάθεια και προτιμούσαν τη σιγουριά του παλιού, έστω κι αν αυτό σήμαινε να μείνουμε ακίνητοι μέσα σ' έναν κόσμο που άλλαζε δραματικά.
Ελευθέριος Βενιζέλος
Ο Βενιζέλος, από τη δική του πλευρά, δεν φοβήθηκε την αλλαγή, την επεδίωξε με πάθος, σχεδόν σαν κάτι να τον έσπρωχνε από μέσα του. Δεν ήθελε απλώς να διαχειριστεί την κατάσταση όπως ήταν, ήθελε να την αλλάξει ριζικά. Να τραβήξει τη χώρα μπροστά, να τη φέρει στο ύψος των περιστάσεων, να τη συνδέσει με κάτι μεγαλύτερο. Ήταν, με έναν τρόπο, η φωνή του ανθρώπου που δεν αντέχει να μένει στάσιμος, που ασφυκτιά μέσα στο "λίγο" και το "ίδιο". Αυτή η ορμή προς την αλλαγή, όμως, δεν ήταν μόνο πολιτική ή λογική, είχε και ένα έντονο ψυχικό υπόβαθρο. Ήταν σαν να κουβαλούσε μέσα του την ανάγκη να αποδείξει κάτι στον εαυτό του, στους άλλους, στην ιστορία.
Πολλές φορές, η βαθιά επιθυμία για πρόοδο και ρήξη με το παρελθόν πηγάζει από μια εσωτερική πληγή: μια αίσθηση ότι δεν μας αναγνωρίζουν, ότι δεν μας καταλαβαίνουν, ότι πρέπει να αποδείξουμε την αξία μας για να "ανήκουμε". Στην περίπτωση του Βενιζέλου, μπορούμε να δούμε αυτή την ανάγκη ως μια εσωτερική φωνή που ζητούσε αναγνώριση και δικαίωση. Δεν ήταν μόνο ηγέτης ενός εθνικού οράματος, ήταν και άνθρωπος που ήθελε να νιώσει ότι πέτυχε, ότι τον αποδέχτηκαν, ότι η πορεία του είχε νόημα.
Γι' αυτό και η επιμονή του δεν ήταν απλώς στρατηγική. Ήταν μια υπαρξιακή πράξη. Έμοιαζε σαν να ήθελε να αποδείξει ότι μπορεί να πάρει τη μοίρα της χώρας και τη δική του, στα χέρια του και να τις οδηγήσει εκεί που "πρέπει". Αυτή η στάση έκρυβε, βέβαια, και ένα ρίσκο: όταν επενδύουμε τόσο πολύ το "είναι" μας σε ένα όραμα, υπάρχει ο κίνδυνος να καταρρεύσουμε αν αυτό δεν πραγματοποιηθεί. Αλλά αυτό ακριβώς δείχνει το πόσο βαθιά, σχεδόν ενορμητικά (δηλαδή με τρόπο που δεν ελέγχεται πλήρως από τη λογική, αλλά ξεπηδάει από ασυνείδητες εσωτερικές δυνάμεις) λειτουργούσε η ανάγκη του για αλλαγή: δεν ήταν πολυτέλεια, ήταν εσωτερική επιταγή.
Στο βάθος, η ανάγκη του ανθρώπου για αλλαγή και αναγνώριση είναι από τις πιο θεμελιώδεις ψυχικές του ανάγκες. Από μικροί, αναζητούμε το βλέμμα των άλλων, την επιβεβαίωση ότι υπάρχουμε, ότι μετράμε, ότι έχουμε αξία. Όταν δεν τη βρίσκουμε, αυτή η ανάγκη δεν εξαφανίζεται, γίνεται επιθυμία για διάκριση, για επιτυχία, για "σημασία". Και μαζί με αυτήν έρχεται και η ανάγκη για αλλαγή: να ξεφύγουμε από αυτό που είμαστε σήμερα και να φτάσουμε σε κάτι καλύτερο, πιο ολοκληρωμένο. Ψυχικά, αυτή η πορεία δεν είναι απλώς "φιλοδοξία", είναι ένας εσωτερικός αγώνας για να βρούμε τον εαυτό μας μέσα από τις πράξεις μας. Και όταν αυτές οι πράξεις γίνονται δημόσιες, όπως στην περίπτωση του Βενιζέλου, τότε η ανάγκη αυτή παίρνει ιστορικές διαστάσεις, αλλά δεν παύει να ξεκινά από μέσα, από την προσωπική, ανθρώπινη ψυχή.
Έτσι, όπως ο Κωνσταντίνος εξέφραζε τον φόβο της αλλαγής και την ανάγκη για σταθερότητα, ο Βενιζέλος εξέφρασε την αγωνία της υπέρβασής της, τη βαθύτερη ελπίδα ότι, μέσα από την αλλαγή, θα γιατρευτεί και κάτι βαθύ μέσα μας: το αίσθημα ότι μπορούμε τελικά να γίνουμε κάτι περισσότερο.
Γιατί διχάζονται πάντα οι Έλληνες;
Στην ιστορία της Ελλάδας, η διχόνοια δεν είναι κάτι καινούριο. Δεν εμφανίστηκε ξαφνικά στον Εθνικό Διχασμό του 20ού αιώνα. Είναι σαν μια παλιά πληγή που κάθε τόσο ξανανοίγει σε διαφορετική εποχή, με διαφορετικά πρόσωπα, αλλά με το ίδιο μοτίβο. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι Έλληνες βρίσκονται συχνά χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα. Αθήνα – Σπάρτη, δημοκρατικοί – ολιγαρχικοί, καποδιστριακοί – αντικαποδιστριακοί, βασιλικοί – βενιζελικοί, δεξιοί – αριστεροί, μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί, "ναι" – "όχι" στο δημοψήφισμα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται τόσο συχνά, που αναρωτιέται κανείς: μήπως τελικά δεν είναι μόνο πολιτικό το ζήτημα; Μήπως κρύβεται κάτι πιο βαθύ πίσω από αυτόν τον διχασμό;
Η απάντηση μπορεί να βρίσκεται όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην ψυχολογία μας. Όχι μόνο στο τι πιστεύουμε, αλλά και στο πώς νιώθουμε, ως άτομα και ως κοινωνία. Όταν μια κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με κάτι δύσκολο ή καινούριο, ένα μεγάλο δίλημμα, μια κρίση, μια αλλαγή που την ξεβολεύει, τότε ενεργοποιείται κάτι σχεδόν "αυτόματο": ο φόβος. Και όταν ο φόβος είναι μεγάλος και δεν αντέχεται, τότε το μυαλό ψάχνει τρόπους να τον διαχειριστεί. Ένας από αυτούς τους τρόπους είναι ο διχασμός.
Όπως ακριβώς και σε ένα παιδί που δυσκολεύεται να αντέξει δύο αντικρουόμενα συναισθήματα (π.χ. να αγαπά και να θυμώνει ταυτόχρονα με τον γονιό του), έτσι και μια κοινωνία σπάει τον εσωτερικό της πόνο στα δύο και τον προβάλλει προς τα έξω. Δεν αντέχει την πολυπλοκότητα, οπότε χωρίζει τον κόσμο σε "καλό" και "κακό", "δίκιο" και "άδικο", "εμάς" και "τους άλλους". Αυτή η διάσπαση λειτουργεί σαν άμυνα: όταν τα πράγματα μέσα μας (ως άτομα ή ως λαός) γίνονται μπερδεμένα, δύσκολα, ή επίπονα, είναι πιο εύκολο να κατηγορήσουμε τον "άλλον" παρά να δούμε κατάματα τις αντιφάσεις μας.
Κάπως έτσι, ο Κωνσταντίνος και ο Βενιζέλος δεν ήταν απλώς δύο πολιτικοί. Ήταν σύμβολα δύο αντίθετων τρόπων σκέψης και ύπαρξης. Ο ένας ήθελε σταθερότητα, έλεγχο, προβλεψιμότητα, αυτό που πολλοί άνθρωποι επιθυμούν όταν φοβούνται το άγνωστο. Ο άλλος πίστευε στην αλλαγή, στην υπέρβαση, στο ρίσκο, αυτό που νιώθουν όσοι παλεύουν να ξεφύγουν από τα παλιά και να αποδείξουν κάτι σημαντικό για τον εαυτό τους. Και ο λαός, αδυνατώντας να αντέξει μέσα του και τις δύο πλευρές ταυτόχρονα, τις έσπασε στη μέση: άλλοι ταυτίστηκαν με τη μία, άλλοι με την άλλη. Κι έτσι γεννήθηκε ο διχασμός.
Αλλά αυτός ο μηχανισμός δεν είναι καινούριος. Τον βλέπουμε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, όταν οι Έλληνες σφάζονταν μεταξύ τους αντί να ενωθούν απέναντι σε κοινούς κινδύνους. Τον βλέπουμε στην Επανάσταση του 1821, όταν λίγο πριν την απελευθέρωση ξέσπασαν εμφύλιες διαμάχες. Τον βλέπουμε στον Εμφύλιο του 1946-49, στα πολιτικά πάθη της Μεταπολίτευσης, και πιο πρόσφατα στον τρόπο που χωρίστηκε η κοινωνία στα μνημόνια, στο δημοψήφισμα, ακόμα και στην πανδημία. Κάθε φορά που το συλλογικό "εμείς" πιέζεται, σπάει σε "εγώ και εσύ", σε δύο στρατόπεδα που δύσκολα ξαναγίνονται ένα.
Η ενότητα, όμως, δεν είναι απλώς να συμφωνούμε όλοι. Είναι να μπορούμε να αντέχουμε ότι είμαστε διαφορετικοί, αλλά παρ' όλα αυτά μαζί. Αυτό απαιτεί ωριμότητα. Απαιτεί να μπορεί μια κοινωνία να αντέχει την ασάφεια, την πολυφωνία, τη σύγκρουση, χωρίς να τη μετατρέπει σε πόλεμο. Όταν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, τότε η διάσπαση έρχεται σχεδόν φυσικά. Ο διχασμός γίνεται ένα είδος ψυχικού "αναισθητικού": μας προστατεύει προσωρινά από την πολυπλοκότητα, αλλά τελικά μας πληγώνει ακόμα περισσότερο.
Ίσως, λοιπόν, η ερώτηση που πρέπει να θέσουμε σήμερα, όχι μόνο για την Ιστορία αλλά και για το παρόν μας, δεν είναι "ποιος είχε δίκιο", αλλά: γιατί κάθε τόσο φτάνουμε ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο; Τι είναι αυτό μέσα μας, ως άτομα και ως λαός, που μας εμποδίζει να διαχειριστούμε τη διαφωνία χωρίς να γίνεται σύγκρουση;
Μόνο αν απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα ξεφύγουμε από τον κύκλο του διχασμού και θα βρούμε έναν τρόπο να είμαστε ενωμένοι, όχι επειδή είμαστε ίδιοι, αλλά επειδή ξέρουμε πώς να συνυπάρχουμε, ακόμη και όταν διαφέρουμε.
Ο διχασμός ως καθρέφτης της συλλογικής μας ψυχής
Ο Εθνικός Διχασμός δεν είναι απλώς μια ιστορική περίοδος που πέρασε, είναι μια αποκρυστάλλωση εσωτερικών αντιφάσεων, που εξακολουθούν να ενεργούν μέσα μας. Δεν αφορά μόνο τον Κωνσταντίνο και τον Βενιζέλο, αλλά εμάς, το πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, το σύνολο, την αλλαγή και τη σταθερότητα. Κάθε φορά που καλούμαστε να πάρουμε θέση ως κοινωνία, ενεργοποιούνται μέσα μας υπόγειες δυνάμεις, επιθυμίες, φόβοι, ανάγκες, φαντασιώσεις. Και όταν δεν έχουμε επεξεργαστεί ψυχικά αυτές τις δυνάμεις, τείνουν να μετατρέπονται σε πόλωση.
Η ιστορική μνήμη, όμως, δεν είναι χρήσιμη μόνο για να θυμόμαστε τα γεγονότα. Είναι χρήσιμη για να αναγνωρίζουμε μέσα σε αυτά τα μοτίβα του εαυτού μας. Γιατί η ιστορία, όταν διαβάζεται με υπαρξιακή και ψυχαναλυτική ευαισθησία, παύει να είναι ένα αφήγημα για «τους άλλους στο παρελθόν» και γίνεται ένας καθρέφτης για «εμάς στο παρόν». Δεν μαθαίνουμε απλώς τι έγινε, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πώς λειτουργούμε ως άνθρωποι. Και αυτή είναι η βαθύτερη παιδευτική της λειτουργία.
Σε αυτή τη διάσταση αναφέρεται και η περίφημη φράση του Θουκυδίδη, όταν γράφει ότι το έργο του είναι «κτῆμα ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα» (Θουκυδίδης, Ιστορίαι, 1.22). Δηλαδή, μια περιουσία για πάντα, και όχι ένα ρητορικό θέαμα για τη στιγμή. Με άλλα λόγια: η ιστορία δεν υπάρχει για να εντυπωσιάζει, αλλά για να μας διαμορφώνει, να μας ωριμάζει. Μας ανήκει όχι ως ανάμνηση, αλλά ως εργαλείο αυτογνωσίας. Αν τη διαβάσουμε όχι επιφανειακά, αλλά στοχαστικά, μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τους μηχανισμούς του εαυτού μας, ατομικού και συλλογικού.
Γιατί στο τέλος, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν είμαστε με τον έναν ή με τον άλλον, με την πρόοδο ή με τη σταθερότητα, με τη Δύση ή την Ανατολή. Το ερώτημα είναι αν είμαστε διατεθειμένοι να γνωρίσουμε τον εαυτό μας μέσα από την ίδια την ιστορία μας, με εντιμότητα, βάθος και χωρίς εξιδανικεύσεις.
Ο διχασμός επανέρχεται κάθε φορά που δεν μπορούμε να αντέξουμε την εσωτερική μας πολυπλοκότητα. Όμως η ωριμότητα, τόσο ατομική όσο και συλλογική, δεν έρχεται όταν καταργούμε τις αντιθέσεις, αλλά όταν μαθαίνουμε να τις περιέχουμε. Να αντέχουμε την αβεβαιότητα, να συνυπάρχουμε με τη διαφωνία, να μένουμε σε έναν ενδιάμεσο χώρο χωρίς να διαλυθούμε. Εκεί, στο σημείο που η Ιστορία συναντά την Ψυχή, μπορεί να γεννηθεί κάτι βαθύτερο: μια άλλη σχέση με τον εαυτό μας και με το συλλογικό μας παρελθόν.
Ίσως τότε, η Ιστορία παύει να επαναλαμβάνεται, γιατί επιτέλους, την έχουμε καταλάβει.